- καλλίστευμα
- καλλίστ-ευμα, ατος, τό,A offering of what is most beautiful, E.Ph. 215 (lyr., pl.); the fairest prize, Id.Or.1639.II τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων second prize for beauty, Lyc.1011.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.