καλλίστευμα

καλλίστευμα
καλλίστ-ευμα, ατος, τό,
A offering of what is most beautiful, E.Ph. 215 (lyr., pl.); the fairest prize, Id.Or.1639.
II τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων second prize for beauty, Lyc.1011.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλλίστευμα — καλλίστευμα, τὸ (Α) [καλλιστεύω] 1. το προτέρημα τής ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος 2. το βραβείο τής ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.) 3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» το δεύτερο βραβείο… …   Dictionary of Greek

  • καλλιστευμάτων — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεύματα — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεύματι — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”